- σφυρῷ
- σφυρόνankleneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφυρώ — όω, Α [σφῡρα] 1. σφυρηλατώ 2. σκαλίζω με δικράνι … Dictionary of Greek
σφυρῶι — σφυρῷ , σφυρόν ankle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου … Dictionary of Greek
σφυρωτός — ή, όν, Α [σφυρῶ] σφυρηλατημένος, σφυροκοπημένος … Dictionary of Greek
σφύρημα — τό, Α στον πληθ. σφυρήματα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σφυρῶ, έω] … Dictionary of Greek
σφύρωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. σφυρηλασία 2. (κατά τού Ησύχ.) «διάροσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῡρα + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω/ ῶ). Ο τ. είναι αρχαιότερος τού ρ. σφυρῶ] … Dictionary of Greek
χρυσοσφύρητος — ον, Μ κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σφῦρα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σφυρῶ, έω «σφυρηλατώ» (πρβλ. και σφύρημα)] … Dictionary of Greek